- ἔνσοφος
- ἔνσοφος, ον,A wise in a thing, Man.4.549: abs.,
ἔ. ἄνδρες IG14.1020
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔ. ἄνδρες IG14.1020
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔνσοφον — ἔνσοφος wise in masc/fem acc sg ἔνσοφος wise in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνσοφα — ἔνσοφος wise in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνσοφοι — ἔνσοφος wise in masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek